ἐπίκλημ'

ἐπίκλημ'
ἐπίκλημα , ἐπίκλημα
accusation
neut nom/voc/acc sg
ἐπίκλημι , ἐπικλάω
bend
pres ind act 1st sg
ἐπίκλημαι , ἐπικλάω
bend
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επίκλημα — ἐπίκλημα, τὸ (Α) [επικαλώ] 1. κατηγορία, μομφή 2. επίκληση, υπενθύμιση προσωπικών υπηρεσιών για απαλλαγή από τιμωρία («παρ’ οὐδὲν αὑταῑς ἧν ἃν ὀλλύναι πόσεις ἐπίκλημ’ ἐχούσαις ὅ,τι τύχῃ», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”